- κρωσσός
- κρωσσός, ὁ, Wassereimer, Krug; Totenurne, Aschenkrug
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κρωσσός — κρωσσός, ὁ (Α) 1. υδροφόρο αγγείο, στάμνα, υδρία, λαγήνα («ὁ κοῡρος ἐπεῑχε ποτῷ πολυχανδέα κρωσσὸν βάψαι ἐπειγόμενος», Θεόκρ.) 2. τεφροδόχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μεσογειακό δάνειο. Κατ άλλους είναι δάνεια λ. γερμανικής ή… … Dictionary of Greek
κρωσσός — water pail masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρωσσοῖο — κρωσσός water pail masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρωσσοῖς — κρωσσός water pail masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρωσσοῖσι — κρωσσός water pail masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρωσσοῖσιν — κρωσσός water pail masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρωσσοί — κρωσσός water pail masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρωσσοῦ — κρωσσός water pail masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρωσσούς — κρωσσός water pail masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρωσσέ — κρωσσός water pail masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρωσσῶν — κρωσσός water pail masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)